άντανδρος

άντανδρος
I
Αρχαία αιολική πόλη της Μικράς Ασίας, φημισμένη για τα ναυπηγεία και την ξυλεία της. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την έχτισε ο Άνδρος, όταν έφυγε από το ομώνυμο νησί του Αιγαίου, ενώ κατά τον Ηρόδοτο ιδρυτές της ήταν Πελασγοί, που τους έδιωξαν αργότερα οι Αιολείς. Στην Ά. ο Αινείας ναυπήγησε στόλο, με τον οποίο έφυγε από τη Μικρά Ασία.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Μεσσήνιος στρατηγός (8ος αι. π.Χ.). Αρχηγός του ιππικού των Μεσσηνίων στη μάχη που έγινε κοντά στη μεσσηνιακή πόλη Χαράδρα το πρώτο έτος του Α’ Μεσσηνιακού πολέμου. Έλαβε επίσης μέρος και σε άλλες μάχες τα επόμενα τρία χρόνια και σκοτώθηκε σε μία από αυτές, προσπαθώντας να προστατεύσει τον Μεσσήνιο βασιλιά Ευφάη, που σκοτώθηκε επίσης στη μάχη αυτή.
2. Συρακούσιος στρατηγός και ιστορικός (4ος αι. π.Χ.). Αδελφός του τυράννου Αγαθοκλή. Διοικούσε τον στρατό των Συρακουσίων εναντίον των Βρεττίων ή Βρουττίων το 320 π.Χ., ενώ δέκα χρόνια αργότερα, κατά την εκστρατεία του Αγαθοκλή εναντίον της Καρχηδόνας, παρέμεινε στρατιωτικός διοικητής στις Συρακούσες. Το ιστορικό του έργο αναφέρεται στην περίοδο της τυραννίας του Αγαθοκλή.
* * *
ἄντανδρος, -ον (Α)
ο αντικαταστάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἄντανδρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντανδρος — instead of a man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντανδρον — ἄντανδρος instead of a man masc/fem acc sg ἄντανδρος instead of a man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρου — Ἄντανδρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάνδρου — ἄντανδρος instead of a man masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρους — Ἄντανδρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάνδρους — ἄντανδρος instead of a man masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρων — Ἄντανδρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάνδρων — ἄντανδρος instead of a man masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρῳ — Ἄντανδρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”